Τρίτη 4 Αυγούστου 2015

Εκδήλωση Τιμής στους πεσόντες υπέρ Πατρίδος στη Σπηλιά του Δάγρε (9 Αυγούστου, 10.30π.μ.)









1 σχόλιο:

  1. Από το βιβλίο του Καζαντζάκη "Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά"

    -Μωρέ, λέγε, Ζορμπά, μη μου τα στρίβεις... Θαρρώ, δεν πολυσκοτίζεσαι, αφιλότιμε, για την πατρίδα...!
    - Κουταμάρες! έσκουσε αγριεμένος. Ντροπή! Μωρέ, πότε ο άνθρωπος θα γίνει άνθρωπος; Φορούμε πανταλόνια, κολάρα, καπέλα και είμαστε ακόμα μουλάρια, λύκοι, αλεπούδες, γουρούνια. Έχουμε, λέει, Θεού πρόσωπο! Ποιοί; Εμείς, φτού στα μούτρα μας!...
    Μπήκα στ' αντάρτικα, κομιτατζής. Μια μέρα, κατά το σούρουπο, τρύπωσα σ' ενα βουλγάρικο χωριό και κρύφτηκα σ' ένα στάβλο.
    Μέσα στο ίδιο το σπίτι του Βούλγαρου του παπά, άγριου και αιμοβόρου κομιτατζή. Εβγαζε τη νύχτα τα ράσα, φορούσε τσοπάνικα, έπιανε τ' άρματα και τραβούσε κατά τα ελληνικά χωριά. Το πρωί γύριζε πίσω, ξημερώματα, πλένονταν από τις λάσπες και τα αίματα και έμπαινε στη λειτουργία...
    Μπήκα λοιπόν στο στάβλο του παπά και περίμενα... Όπου κατά το βράδυ να σου και μπαίνει ο παπάς να ταΐσει τα ζωντανά του, πέφτω απάνω του και τον σφάζω...
    Σε λίγες μέρες έμπαινα πάλι στο ίδιο χωριό, μέρα μεσημέρι, κι έκανα τάχατε τον πραματευτή, είχα αφήσει στο βουνό τ' άρματά μου και μπήκα στο χωριό ν' αγοράσω ψωμί, αλάτι και τσαρούχια για τα παληκάρια... όπου απ' όξω από ένα σπίτι, βλέπω πέντε μαυροφορεμένα ξυπόλυτα παιδιά που κρατιούνταν χέρι χέρι και ζητιάνευαν. Τρία κοριτσάκια και δυό αγοράκια, το μεγαλύτερο θά 'ταν ώς δέκα χρονών το μικρότερο ήταν ακόμα μωρό και το κρατούσε στην αγκαλιά της η πρωτοκόρη και το φιλούσε και το χάιδευε να μην κλαίει. Δεν ξέρω πώς, Θεού φώτιση, μού 'ρθε και τα ζύγωσα:
    -Ποιανού,είστε βρε παιδιά τα ρωτώ βουλγάρικα.
    Το μεγαλύτερο αγόρι σήκωσε το μικρό του κεφαλάκι:
    -Του παπά, αποκρίθηκε, που έσφαξαν προχθές στο στάβλο.
    Τα μάτια μου θόλωσαν, η γης στριφογύριζε σα μυλόπετρα: ακούμπησα στον τοίχο...
    - Ζυγώστε, βρε παιδιά ! είπα. Ελάτε κοντά μου.
    Έβγαλα απο το σελάχι μου τη σακούλα, γεμάτη λίρες τούρκικες και μετζίτια, γονάτισα κάτω, τ' άδειασα καταγής.
    -Να, πάρτε, φώναξα, πάρτε ! Πάρτε!
    Τα παιδιά ρίχτηκαν χάμω και μάζευαν με τα χεράκια τους τα μετζίτια και τις λίρες.
    Δικά σας, δικά σας! φώναξα πάρτε τα!
    Άφηκα και το πανέρι μου με τις πραμάτειες .
    - Ολα δικά σας, πάρτε τα!
    Κι' ευθύς το 'βαλα στα πόδια βγήκα απο το χωριό κι' έτρεχα... έτρεχα... Κι' ακόμα τρέχω!
    Ο Ζορμπάς ακούμπησε στον τοίχο,στράφηκε και με κοίταξε:
    -Έτσι γλίτωσα, είπε.
    -Γλίτωσες από την πατρίδα
    -Ναι, από την πατρίδα, αποκρίθηκε ο Ζορμπάς με ήσυχη σταθερή φωνή.
    Και ύστερα απο λίγο :
    -Γλίτωσα απο την πατρίδα, γλίτωσα απο τους παπάδες, γλίτωσα από τα λεφτά, ξεκοσκινίζω. Όσο πάει και ξεκοσκινίζω, αλαφρώνω. Πώς να στο πω; Λευτερώνουμε, γίνομαι άνθρωπος...
    Ύστερα από λίγη σιωπή, πήρε πάλι φόρα. Η καρδιά του ξεχείλιζε, δεν μπορούσε να την κάμει κουμάντο:
    - Μιά φορά έλεγα: Ετούτος είναι Τούρκος και Βούλγαρος, ετούτος Έλληνας ...
    Ού να χαθείς, παλιάνθρωπε, λέω συχνά στον εαυτό μου και τον μουντζώνω ού να χαθείς, κουτεντέ!
    Έβαλα μαθές γνώση, κοιτάζω τώρα τους ανθρώπους και λέω:
    Ετούτος είναι καλός άνθρωπος, εκείνος είναι κακός .Δεν πάει νά 'ναι Βούλγαρος ή Ρωμιός. Το ίδιο μου κάνει: είναι καλός, είναι κακός, αυτό μονάχα τώρα ρωτώ.
    Κι όσο γερνώ, ναι, μα το ψωμί που τρώγω, μου φαίνεται πως θ' αρχίσω κι αυτό να μην το ρωτώ.
    Μωρέ, δεν πάει νά' ναι καλός ή κακός! Όλους τους λυπούμαι, το σπλάχνο μου σκίζεται όταν δω έναν άνθρωπο, κι άς καμώνουμε πως δε μου καίγεται καρφί.
    Να, λέω, και ο φουκαράς ετούτος τρώει, πίνει, αγαπάει, φοβάται ...αδέρφια είμαστε όλοι...

    ΑπάντησηΔιαγραφή