Γράφει ο Ι.Γ. Ασημακόπουλος
(Η κηδεία του ποιητή θα γίνει την Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου στις 11:30 π.μ. στην γενέτειρα του Κραμποβο (Καστανοχώρι) Μεγαλοπόλεως)
Πλήρης ημερών, μεγάλος μέσα στη σεμνότητα του, «έφυγε» ο ποιητής Ηλίας Σιμόπουλος κι έκλεισε ο κύκλος των μεγάλων ποιητών της γενιάς του.
Γεννήθηκε στον Κραμποβό -σήμερα Καστανοχώρι- της Επαρχίας Μεγαλόπολης, στις 23 Νοέμβρη του 1913 και στις 30 Αυγούστου 2015 μετοίκησε στη γειτονιά των αγγέλων, να συναντήσει τους άλλους μεγάλους της γενιάς και φίλους του, Ρίτσο, Βάρναλη, Λεκατσά, Λουντέμη…
Πολυβραβευμένος και καταξιωμένος, ο Ηλίας Σιμόπουλος, τίμησε με συνέπεια, ήθος και σεμνότητα την Ελλάδα και τα Ελληνικά γράμματα κοντά ογδόντα χρόνια.
Σαν ένας σύγχρονος Οδυσσέας, περιπλανήθηκε αναζητώντας την «Ιθάκη» του και επέλεξε γι αυτό το δρόμο της ποίησης, όπου για πρώτη φορά εμφανίζεται το 1946 με την ποιητική συλλογή «Χαιρετισμός στον πρώτο ήλιο». Το 1958, χρόνος σταθμός για την ποιητική του διαδρομή, κυκλοφόρησε το γεμάτο ανθρώπινη ευαισθησία και λυρισμό έργο του «Αρκαδική Ραψωδία».
Η πορεία του μεγάλου μας συμπατριώτη στο Ελληνικό ποιητικό στερέωμα έχει ξεκινήσει. Οι ποιητικές του συλλογές πλειάδα, διαδέχονται τώρα η μία την άλλη. H «Έκτη Εντολή», «Το σπίτι με τις χελιδονοφωλιές», «Το μεγάλο ποτάμι», «Τα τεκμήρια», «Τα ρόδα της Ιεριχώς», «Το τετράδιο της γης», «Οι Μικρές Μαρτυρίες», «Τα Εναγώνια», «Οι Προσπελάσεις», «οι Σημαφόροι», «Ο Εσπερινός Απόλογος, «Οι πληγές και τα παράθυρα», «Το Μακρινό ταξίδι», «Οι Πέτρες», «Τα Κέρματα», «Τα Θροΐσματα των ανέμων», «οι κήποι του Νοέμβρη», «Ρινίσματα μετάλλων», «Ραθυμες ώρες», «Ίμεροι» και φυσικά δεν είναι μόνο αυτά…
Παράλληλα δημοσιεύει δοκίμια και μελέτες. Παίρνει μέρος σε πλήθος συμπόσια και συνέδρια. Συνεργάζεται με μια σειρά Ελληνικά και ξένα περιοδικά και εφημερίδες. Δίνει πλήθος διαλέξεων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Το έργο του μεταφράζεται στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου. Αγγλικά, Γαλλικά, Ρώσικα, Γερμανικά, Ιταλικά, Βουλγάρικα, Σλοβάκικα, Ινδικά, Κινέζικα… και συμπεριλαμβάνεται σε πολλές ξένες ανθολογίες στη Γερμανία, Πολωνία, Αγγλία, Αίγυπτο, Τουρκία, Βραζιλία, Χιλή, Κίνα…
Το ήθος και η εντιμότητά του, η σεμνότητα της γνώσης και της σοφίας του, η μεγαλοσύνη της ψυχής του, η μαχητικότητα και η ακεραιότητα του χαρακτήρα του, εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τους πνευματικούς ανθρώπους της Ελλάδας.
Εκλέχτηκε πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών, και μετά τη συγχώνευση των δύο σωματείων, της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Διατέλεσε πρόεδρος της κρατικής επιτροπής για τη συνταξιοδότηση των Λογοτεχνών. Υπήρξε μέλος της επιτροπής για τη βράβευση θεατρικών έργων, Πρόεδρος της επιτροπής για την απονομή κρατικών βραβείων και Πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής δραματικών σχολών…
Στην ποίηση του Σιμόπουλου αντιπαλεύουν ο πόνος, η απόγνωση, η μοναξιά, η χαμένη ελπίδα, η παρηγοριά της αυγής, η καταφυγή της ποίησης, η πίστη για τον άνθρωπο και την ειρήνη. Ακόμα αντιμάχονται όλες οι μορφές σκλαβιάς με την ελευθερία, το φως με το χάος, η δημιουργία με τη ματαιότητα, τα φτερά της ανυπόταχτης έμπνευσης με το ασήκωτο μαρτύριο της υποταγής…
«Γυρεύοντας τον έρωτα, γυρεύοντας
την άνοιξη, γυρεύοντας τη γεύση
του ψωμιού, γυρεύοντας την ειρήνη
γυρεύοντας τα χείλη που πλέκουνε τραγούδια
γυρεύοντας την τέλεια μορφή, γυρεύοντας
τον άρτιο λόγο που θα ζωντανέψει τη μορφή
γυρεύοντας, γυρεύοντας, όλο γυρεύοντας
σπαταλήσαμε τη χρυσή νιότη που έδενε
τη ζωή με τ’ όνειρο
Κι οδεύοντας
μέσα στη νύχτα φτάσαμε
στα σύνορα της νύχτας. Κι αρμενίζοντας
σ’ ατελείωτους πόντους φτάσαμε
τα σύνορα του θανάτου. Και τώρα
έρμαια της ανάμνησης
τινάζουμε τα ντροπιασμένα μας φτερά
και ζητάμε βοήθεια. Κοιτάζουμε
το σύνορο που δεν περάσαμε
και ζητάμε βοήθεια. Απλώνουμε
τα χέρια στους φονιάδες μας
και ζητάμε βοήθεια. Η φωνή μας
χάνεται. Κανένα αφτί δε βρίσκεται
να την περιμαζέψει.
Βαλαντωμένοι
γέρνουμε στην πλώρη. Βαλαντωμένοι
γέρνουμε στην κουπαστή. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγον ύπνο:
Έλα ύπνε και πάρε μας. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγο κουράγιο:
Βόηθα Χριστέ που γνώρισες
τον πλέριο πόνο. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγο έλεος:
Δώσε μας Μοίρα το μαγικό κλειδί
ν’ ανοίξουμε τα παράθυρα του στοχασμού
ν’ ανοίξουμε τις πόρτες της καρδιάς μας
να ξεχυθεί πολύτιμος ο θησαυρός
της πικρής πείρας μαύρες κουκίδες
στη λευκότητα του χαρτιού
έτσι που να γνωρίσουν οι απόγονοι
την αγωνία τούτης της ώρας
που αθροίζοντας πόνο στον πόνο
μαρτύριο στο μαρτύριο
σπαραγμό στο σπαραγμό
κυοφορεί τον αόρατο κόσμο
του εικοστού πρώτου αιώνα.»
Ο Γάλλος ποιητής και μεταφραστής του έργου του στα Γαλλικά Gaston – Henry Aufrére σε διάλεξη που έδωσε στις Βρυξέλες για τον ποιητή, μεταξύ άλλων έλεγε: «Ο Σιμόπουλος δεν είναι ο άνθρωπος των ζητωκραυγών και των οδοφραγμάτων. Ούτε των διακηρύξεων και των επαναστάσεων. Αν επωμίσθηκε, το τόσο βαρύ χρέος που επωμίσθηκε είναι γιατί πιστεύει πως οι κυρίαρχες δυνάμεις της ζωής δεν μπορεί να είναι το αίμα, όσο γονιμοποιό κι αν είναι, ούτε η φωτιά, όσο καθαρτήρια κι αν είναι. Ο άνθρωπος δεν μετριέται με τον εγκληματία που κλείνει μέσα του, αλλά με την ακτινοβολία της αγάπης που δονεί την καρδιά του…»
«Ο άνθρωπος αγάπη μου την ίδια ώρα
Γίνεται ποιητής ή δολοφόνος
Ένας άγγελος τον παραστέκει
Ένας δαίμονας του χαμογελά
Σκυμμένος στις εξισώσεις του
Με τους πολλούς αγνώστους
Σπέρνει τον όλεθρο στη Χιροσίμα
Εξακοντίζει σπούτνικ στους αιθέρες.
Ο άνθρωπος αγάπη μου
Μπορεί μονάχος του
Να γίνει φως ή νύχτα
Να σκοτώνεται στους πολέμους
Για τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη
Και να λιντσάρει το μικρό νέγρο
Που τόλμησε να ζητωκραυγάσει έξαλλος
Την ομορφιά μιας άσπρης
Ο άνθρωπος αγάπη μου
Την ίδια ώρα
Σηκώνει από τα τάρταρα
Τους ίσκιους του τρόμου
Να φράξει το δρόμο μας
Κι ανοίγει τους κρουνούς της ζωής
Να μας χαρίσει το μέλλον
Καθώς εσύ ανοίγεις την πόρτα σου
Και λες στους επισκέπτες σου:
-«περάστε!»
Ο άνθρωπος αγάπη μου
Ποτίζει μέρα νύχτα
Με το αίμα του και με τα δάκρυα του
Το δέντρο της ζωής
Που μεγαλώνει αφάνταστα
Για να μας δώσει κάποτε
Τους πιο γλυκούς καρπούς του.»
Η ματιά του Ηλία Σιμόπουλου έβλεπε τα μύχια όνειρα, τους κρυφούς πόθους στα τρίσβαθα της ψυχής των απλών ανθρώπων… Εκεί και η αγωνία του. Ο ίδιος έλεγε: «στόχος μου στάθηκε πάντα ο ταπεινός άνθρωπος, ο άνθρωπος που υποφέρει, ο άνθρωπος που αγωνίζεται. Και πραγματικά δοκιμάζω συντριβή όταν νοιώθω πόσο λίγο κατάφερα να μετουσιώσω το δράμα του σε ποίηση, έτσι που και ο ίδιος διαβάζοντάς την να χαίρεται και να λυτρώνεται...»
«Ένα ποτάμι αιμάτινο
Κυλάει πάνου στ’ αχνάρια μας
Πίσω απ’ της άνοιξης την έπαρση
Παραμονεύει η νύχτα.
Εδώ σε τούτ’ την έρημο
Που ζώνουν μόνο οι άνεμοι
Η μαύρη νύχτα και η σιωπή
Τη μοίρα μας θα πούμε.
Τα δάχτυλά μας αγρυπνούν
Απάνου στη σκανδάλη.
Μ’ αυτά τα δάχτυλα θα γράψουμε
Το πιο μεγάλο ποίημα.
Αλήθεια πόσο ειν’ όμορφο
Να ζεις και να ελπίζεις
Τα δακρυσμένα μάτια μας
Είναι γιομάτα θρίαμβο.
Έλα ρίξε δυο ριπές
Σημάδεψε ίσια στην καρδιά μας
Με τα μυδράλια των στίχων σου
Αδελφέ ποιητή.
Σ’ αυτό το χώμα που πατάς
Τόσοι νεκροί μας ξαγρυπνούν
Ν’ ακούσουν το τραγούδι σου.
Το μέλλον μας ανήκει.
Μοσκοβολάει τριαντάφυλλο η ζωή
Ο ήλιος είναι μέσα μας.
Άνοιξε το καλύβι μου
Και πάρε όλο το βιός μου
Άνοιξε και το στήθος μου
Και πάρε την καρδιά μου.
Σαράντα χρόνια ακούραστη
Χτυπάει για σένα μόνο.»
Γενιά του Ηλία Σιμόπουλου, η γενιά του 40. Έζησε, όπως ο ίδιος έλεγε, μια εποχή πλούσια σε γεγονότα, σε ελπίδες και απογοητεύσεις. Μια εποχή μεγαλόπνοων οραματισμών, υψηλών ιδανικών, καταπληκτικών ανατροπών και συγκλονιστικών αναθεωρήσεων.
«Εμείς
Εχτίσαμε όλα τα σπίτια
του κόσμου. Όμως
δεν έχουμε σπίτι.
Εμείς
Εσπείραμε όλα τα χωράφια
της γης. Όμως
δεν έχουμε ψωμί
Εμείς
Εσκοτωθήκαμε σε όλους τους πολέμους
Όμως δεν έχουμε πατρίδα
Που πάμε
Η πληγωμένη γη στενάζει
Κάτου απ τα βαριά μας πέλματα
Αλλά εμείς είμαστε η γη
από τότε που υπάρχουμε
Εμείς
τα σπλάχνα μαχαιρώνοντας
ο ένας του αλλουνού
Σκεπάσαμε τον ουρανό με σύννεφα
Σκορπίσαμε τα δάκρυα μας ποτάμια.»
Η γενιά του, είδε την ανθρωπότητα σε διάστημα λίγων ετών, να διανύει αποστάσεις αιώνων... Βίωσε τον πόλεμο, τον εμφύλιο σπαραγμό. Γνώρισε σκοτωμούς, άδικο, πείνα. Είδε όνειρα να γίνονται καπνός και ιδανικά να σέρνονται στη λάσπη και στο αίμα…
«Εδώ σ’ αυτή τη γη
Την ίδια γη, τη γη της γης μας
Να μας σαν ξένοι φτάσαμε
Και φεύγουμε σαν ξένοι
Μα εμείς σ’ αυτή τη γη μας σπείραμε
τα πιο μεγάλα όνειρα.
Ποιος ήρθε και τα γκρέμισε
κι έσπειρε την ερήμωση;
ποιος άναψε την πυρκαγιά
και καίγεται ο πλανήτης;
Ποιο χέρι ανίερο πάτησε
το φοβερό κουμπί του ολέθρού
Κι ούθε στραφούμε
οι γλώσσες της φωτιάς φράζουν το δρόμο μας
κι ούθε στραφούμε
τα σαγόνια ολάνοιχτα της νύχτας μας προσμένουν!
Εδώ σ’ αυτή τη γη
Τη της γης μας φτάσαμε
Χωρίς να ξέρουμ’ από πού
Χωρίς να ξέρουμ’ από ποιους
Κυνηγημένοι και λουφάξαμε
Σαν τρομαγμένα αγρίμια
Να ’χαμε μόνο μια σταλιά νερό
Να ξεδιψάσουμε τη δίψα μας.
Να ’χαμε μόνο μια στιγμή καιρό
Να συμμαζέψουμε τα σπαραγμένα μέλη μας.
Να ’χαμε μόνο το κουράγιο, μια στιγμή
Την ώρα που οι δειλοί θα ουρλιάζουν δίπλα μας
-Ευλογημένος ναν’ ο θάνατος
ο μέγας λυτρωτής του πόνου
Να ’χαμε το κουράγιο να τους κράξουμε:
-Ευλογημένη δυο φορές να ’ναι η ζωή
που καταλεί το θάνατο!»
Σηματογράφος της γενιάς του, ο Ηλίας Σιμόπουλος, επιστράτευσε την ποίηση για να φωτογραφίσει την ιστορία και να την παραδώσει στις επόμενες γενιές.
Στάθηκε όρθιος μέσα στις θύελλες κι έγινε ο ληξίαρχος της εποχής του καταγράφοντας μέσα στο έργο του το θάνατο των σάπιων στοιχείων που με σοφία η ζωή απέβαλλε. Έγινε οραματιστής, προφήτης ποιητής, διαβλέποντας το καινούργιο, το ελπιδοφόρο που προβάλλει για να καθορίσει τελεσίδικα το μέλλον. Μα πάνω απ όλα παρέμεινε πάντα συνειδητός μαχητής, πιστός στο όραμα της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ειρήνης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Αγωνιστής της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή…
|
Ο
ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΗ ΚΟΡΥΦΗ (ΛΥΚΑΙΟ ΟΡΟΣ)
|
Ο Κραμποβός, η νοτισμένη Αρκαδική γη άνοιξε την αγκαλιά της να δεχτεί τον ποιητή. Όμως οι ποιητές δεν πεθαίνουν. Το έργο του φωλιάζει στην ψυχή μας. Γίνεται οδηγός, γίνεται ελπίδα που σιγοκαίει. Τα λόγια του γίνονται φλόγα που ζεσταίνει ή πυρπολεί τις καρδιές μας.